- χορτοκοπεῖον
- χορτο-κοπεῖον, τό, u. χορτο-κόπιον, τό, Ort, wo das Gras gemäht, abgeschnitten und zu Heu gemacht wird, Heuwiese
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χορτοκοπείον — τὸ, Α [χορτοκόπος] τόπος όπου κόβεται το χόρτο για την παρασκευή άχυρου … Dictionary of Greek
χορτοκόπιον — τὸ, Α [χορτοκόπος] 1. χορτοκοπεῑον* 2. εργαλείο για την κοπή χόρτου, χορτοκοπικόν* … Dictionary of Greek